Πανευγενέστατοι κύριοι Βουλευταί του Ελληνικού αναγεννωμένου Έθνους.
[...] Εν τω αναλαμβάνειν αλλεπάλληλαι επιστολαί του Εκτελεστικού μ’ εβίαζαν να μεταβώ εις Κόρινθον, εις τας οποίας απεκρίθην πάντα με σέβας και υπακοήν ότι εντός ολίγου επιστρέφω εις το υπούργημά μου, καθώς και τω όντι επέστρεψα αναχωρήσας εκ Διστόμου την 30ήν Απριλίου. Παρ’ ελπίδα όμως ενταύθα ελθών και το υπούργημά μου δοσμένον εις άλλον και τον εαυτόν μου καθηρημένον ευρών, έκρινα εύλογον και τίμιον εις τον χαρακτήρα της οικογενείας μου και ένδοξον εις το ελληνικόν έθνος να παρρησιασθώ προσωπικώς μεν να σας είπω με το στόμα μου τα παράπονα, την αθωότητα και τα δικαιολογήματά μου, διά το άδικον αυτό όπου μου έγινεν χωρίς έγκλημα και να σας σημειώσω μόνον ενταύθα ότι, επειδή η Εθνική Βουλή δεν ομοιάζει με την αυτογνώμονα θέλησιν του σουλτάνου, όστις και άλλαζε τα αξιώματα κατά την θέλησίν του και εκαθήρει με τον γραφικόν κάλαμον και με τον σίδηρον τους αξιωματικούς, διά τούτο λέγω ότι η Εθνική μας Υπερτάτη και δικαία Βουλή είναι Βουλή και θέλησις όλου του ελληνικού έθνους και όχι μερικών ατόμων. [...]
Την βαν Μαΐου 1822, εν Κορίνθω
Τέκνον της πατρίδος ευπειθέστατον ο Λάμπρος Νάκου
Απόσπασμα επιστολής του Λάμπρου Νάκου
ΑΕΠ τ. 9, 176